- ταγματασφαλίτης
- ο, Νπρόσωπο που υπηρέτησε τα λεγόμενα τάγματα ασφαλείας κατά την διάρκεια τής γερμανικής και ιταλικής κατοχής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τάγματα ασφαλείας + κατάλ. -ίτης (πρβλ. συμμορ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.